- ανομόλογος
- ἀνομόλογος, -ον (Α)αυτός που δεν συμφωνεί, ασύμφωνος, αντιφατικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνομολόγως — ἀνομόλογος not agreeing adverbial ἀνομόλογος not agreeing masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνομόλογον — ἀνομόλογος not agreeing masc/fem acc sg ἀνομόλογος not agreeing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνομολόγοις — ἀνομόλογος not agreeing masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνομολόγων — ἀνομόλογος not agreeing masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνομόλογα — ἀνομόλογος not agreeing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογος — (AM λογος) β συνθετικό πολλών προπαροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, στα οποία ο λόγος, με τη σημασία τής ομιλίας, επέχει θέση αντικειμένου τού α συνθετικού, που είναι ρήμα (φιλόλογος «φιλώ τον λόγο», δωσίλογος… … Dictionary of Greek
ανομολογία — (I) η (Α ἀνομολογία) [ανομολογώ] ομολογία, συγκατάθεση. (II) η (Α ἀνομολογία) [ανομόλογος] ασυμφωνία, αντίφαση … Dictionary of Greek